- ἀποδαίομαι
- ἀπο - δαίομαι (δαίω), fut. inf. ἀποδάσσεσθαι, aor. ἀποδάσσασθαι: give a share of, share with; τινί τι, and τινί τινος, Il. 17.231, Χ 11, Il. 24.595.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.